- εμφράσσω
- (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω)φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.)αρχ.-μσν.1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω2. ματαιώνω, εμποδίζω την εμφάνιση, τη δράση ή την εκδήλωση κάποιου3. φρ. «ἐμφράζω τὰ στόματα» — επιβάλλω σιγή, αποστομώνω, σταματώ τις διαμαρτυρίεςαρχ.εμποδίζω, ανακόπτω την προέλαση βάζοντας φραγμό, αποκλείω κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.